Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Ο Δάσκαλος



του Γ.Χ.Χουρμουζιάδη*

Πρέ­πει  να συμ­φω­νή­σου­με πως, ό­ποια συ­ζή­τη­ση κι αν α­νοί­ξει γύ­ρω α­πό έ­να τρα­πέ­ζι με θέ­μα την παι­δεί­α,  οι α­πό­ψεις και τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα, οι α­να­φο­ρές  και οι α­να­λύ­σεις α­να­φέ­ρο­νται στα ε­σω­τε­ρι­κά  προ­βλή­μα­τά της. Στην ορ­γά­νω­ση, στους μη­χα­νι­σμούς των ε­ξε­τά­σε­ων, στις βαθ­μο­λο­γί­ες και τα συ­στή­μα­τα των ε­λέγ­χων. Πολ­λές φο­ρές α­να­φέ­ρο­νται και σε ζη­τή­μα­τα μορ­φής, των βι­βλί­ων π.χ., σχο­λι­κών  κτη­ρί­ων, πρω­ι­νών και α­πο­γε­μα­τι­νών κύ­κλων. Και, φυ­σι­κά, δε θέ­λω να ι­σχυ­ρι­στώ πως όλ’ αυ­τά δεν εί­ναι θέ­μα­τα ση­μα­σί­ας και πως η φρο­ντί­δα γ’ αυ­τά δεν πρέ­πει να α­πα­σχο­λεί τους αρ­μό­διους. Α­ντί­θε­τα, πιστεύ­ω πως δεν γί­νε­ται ό­ση συ­ζή­τη­ση θα έ­πρε­πε και πολ­λές φο­ρές ξε­χνιού­νται κιό­λας, έ­τσι που να φτά­νου­με σε κα­τα­στά­σεις α­νε­ξέ­λε­γκτες και α­νε­πα­νόρ­θω­τα βλα­πτι­κές. Έ­να θέ­μα ό­μως που μέ­νει μό­νι­μα στο α­πυ­ρό­βλη­το εί­ναι ο Δά­σκα­λος. Και, βέ­βαια, δεν εν­νο­ώ το δά­σκα­λο ως υ­πο­κεί­με­νο μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης εργα­σια­κής σχέ­σης. Δεν εν­νο­ώ τον δά­σκα­λο ως έ­να  φο­ρέ­α μιας  συν­δι­κα­λι­στικής α­ντί­λη­ψης. Θέ­λω να πω, ε­δώ που α­να­φέ­ρο­μαι στο Δά­σκα­λο, ό­τι τον α­ντι­λαμ­βάνο­μαι ως το α­να­ντι­κα­τά­στα­το υ­πο­κεί­με­νο της εκ­παι­δευ­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Τον α­ντι­λαμ­βά­νο­μαι ως έ­να μη­χα­νι­σμό που ε­νώ λει­τουρ­γεί  στο θε­ω­ρη­τι­κό πεδί­ο, ό­που πα­ρά­γε­ται η γνώ­ση ή  έ­στω α­πλώς δια­νέ­με­ται, την ί­δια στιγ­μή προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­σον α­φο­ρά τους ρυθ­μούς της λει­τουρ­γί­ας τους α­πό  α­πό­λυ­τα βιολο­γι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Ο Δά­σκα­λος, με άλ­λα λό­για θυ­μώ­νει, στε­νο­χω­ριέ­ται, λυπά­ται, ε­ρω­τεύ­ε­ται, κου­ρά­ζε­ται, φο­βά­ται, υ­πο­τάσ­σε­ται, ε­πα­να­στα­τεί, α­ντι­στέκε­ται.  Ό­ταν έρ­χο­νται οι δια­κο­πές χαί­ρε­ται και ό­ταν δεν κερ­δί­ζει η πο­δο­σφαι­ρι­κή του ο­μά­δα θυ­μώ­νει. Θέ­λω να πω πως, ό­ταν ο δά­σκα­λος κα­τε­βαί­νει α­πό την έ­δρα, πα­τά­ει στη γη χω­ρίς να μπο­ρεί να πά­ρει δύ­να­μη α­πό αυ­τή, ό­πως γι­νό­ταν με τον Α­νταί­ο. Και δεν παίρ­νει δύ­να­μη, για­τί η γη για το Δά­σκα­λο εί­ναι η κοι­νω­νί­α. Κι αυ­τό ση­μαί­νει πως έ­ξω και μα­κριά α­πό το σχο­λειό ο Δά­σκα­λος  εί­ναι  ε­ξάρ­τη­μα της οι­κο­λο­γι­κής του μοί­ρας. Πα­γι­δεύ­ε­ται, δη­λα­δή, μέ­σα σε σχέ­σεις που δεν μπο­ρεί πά­ντο­τε να τις ε­λέγ­ξει, για­τί αυ­τές πολ­λές φο­ρές του ε­πιβάλ­λο­νται, χω­ρίς πο­τέ να πά­ρουν την ά­δειά του γι’ αυ­τή την ε­πι­βο­λή.

Ποια με­ταρ­ρύθ­μι­ση, λοι­πόν, έ­λα­βε υ­πό­ψη της όλ’ αυ­τά; Ποιος εκ­παι­δευ­τι­κός νό­μος και ποιο προ­ε­δρι­κό διά­ταγ­μα  α­ντι­με­τώ­πι­σε το Δά­σκαλο ως πλά­σμα κοι­νω­νι­κό; Ά­ρα ως πο­λύ­πλευ­ρο υ­πο­κεί­με­νο ε­νός κό­σμου που  για να τον κα­τα­κτή­σει κα­νείς χρειά­ζε­ται έ­ναν ε­ξο­πλι­σμό  ι­διό­μορ­φο  πολ­λές φορές, έ­ξω α­πό τις πε­ρι­γρα­φές  που δια­θέ­τει η πο­λι­τεί­α, γι’ αυ­τό και πά­ντο­τε πέ­φτει έ­ξω, ό­ταν α­πο­φα­σί­σει να α­σχο­λη­θεί με τα θέ­μα­τα της Παι­δεί­ας. Τα θέμα­τα τα “κα­θη­με­ρι­νά”, ό­πως συ­νη­θί­σα­με να τα λέ­με τον τε­λευ­ταί­ο και­ρό, αν και δεν εί­ναι μό­νο κα­θη­με­ρι­νά, εί­ναι θέ­μα­τα μιας ε­φιαλ­τι­κής δια­χρο­νί­ας. Θέ­μα­τα, με άλ­λα λό­για που περ­νούν τα ό­ρια της μέ­ρας και  ι­σο­σκε­λί­ζο­νται με τις δια­στά­σεις των χρό­νων.
Το ε­ρώ­τη­μα, βέ­βαια, που θα μπο­ρού­σε κα­νείς να  δια­τυ­πώ­σει ύ­στε­ρα α­πό μια τέτοια δια­πί­στω­ση α­σφα­λώς και δεν α­φο­ρά το τι έ­χουν κά­νει οι κυ­βερ­νή­σεις σχε­τι­κά με το θέ­μα αυ­τό, κά­θε φο­ρά που α­πο­φα­σί­ζουν να  συ­ντά­ξουν και να ε­πιβά­λουν μια νέ­α με­ταρ­ρύθ­μι­ση. Και δεν α­φο­ρά, για­τί  τώ­ρα που βρι­σκό­μα­στε στην αρ­χή μιας...άλ­λης εκ­παι­δευ­τι­κής πο­λι­τι­κής, πρέ­πει να συμ­φω­νή­σο­με  ό­λοι μας πως κα­νέ­να “με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό” κεί­με­νο δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει μια πα­ράγρα­φο που να  πε­ρι­γρά­φει το Δά­σκα­λο και να ο­ρί­ζει τις προ­ο­πτι­κές  του προ­σώπου του ως ό­ντος πε­πε­ρα­σμέ­νου.  Μια πα­ρά­γρα­φο που να  ο­ρί­ζει το ση­μεί­ο ε­κείνο, ό­που ο Δά­σκα­λος εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νος να ε­γκα­τα­λεί­ψει  την κι­μω­λί­α και να  σφί­ξει στο χέ­ρι του, το χέ­ρι του Άλ­λου. Ο­πό­τε  εί­ναι βέ­βαιο πως και η θερ­μοκρα­σί­α του θα   αλ­λά­ξει και ο ρυθ­μός των σφυγ­μών του θα  προ­σαρ­μο­στεί στις α­νά­γκες αυ­τής της συ­νά­ντη­σης. Μια πα­ρά­γρα­φος που θα  πε­ριέ­χει ε­πι­θα­λά­μια και ύ­μνους ε­ω­θι­νούς, ψι­θύ­ρους ε­ρω­τι­κούς και πε­ζο­δρό­μιες ύ­βρεις. Μια παρά­γρα­φος, τέ­λος πά­ντων, που θα α­να­γνω­ρί­ζει τις αν­θρώ­πι­νες δια­στά­σεις του δα­σκά­λου. Και  τό­τε εί­ναι βέ­βαιο πως  τα θέ­μα­τα της Παι­δεί­ας θα α­πο­κτή­σουν και μια άλ­λη διά­στα­ση. Πρώ­τα-πρώ­τα μέ­σα α­πό τις πε­ρι­γρα­φές και τις α­να­φορές μιας τέ­τοιας πα­ρα­γρά­φου θα φα­νεί  πως οι νο­μο­θέ­τες ή οι λο­γής με­ταρ­ρυθμι­στές έ­χουν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει  πως ο­ποια­δή­πο­τε ρύθ­μι­ση των εκ­παι­δευ­τικών πραγ­μά­των  πρέ­πει να  θε­με­λιώ­νε­ται και ως  κοι­νω­νι­κή προ­ο­πτι­κή  θε­ω­ρητι­κού χα­ρα­κτή­ρα, αλ­λά και ως έ­να σύ­νο­λο πρα­κτι­κών ε­φαρ­μο­γών στην αν­θρώ­πινη φύ­ση  τους. Κι αυ­τό, κα­τά την ά­πο­ψή μου,  ση­μαί­νει  την α­να­γνώ­ρι­ση της α­νάγκης να προ­βλη­θεί μέ­σα στο σύ­στη­μα της σύγ­χρο­νης Παι­δεί­ας έ­νας σύγ­χρο­νος Ου­μα­νι­σμός. Έ­νας ου­μα­νι­σμός γή­ι­νος που θα μπο­ρεί να α­ντι­λαμ­βά­νε­ται το νόη­μα του κα­θη­με­ρι­νού πό­νου που βιώ­νε­ται α­πό το Δά­σκα­λο μέ­σα στις σχο­λι­κές αί­θου­σες. Θα μπο­ρεί να α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τη στέ­ρη­ση, το βα­θύ νό­η­μα της α­νορ­θο­γρα­φί­ας, τη στρε­βλω­μέ­νη έν­νοια της ευ­μά­ρειας και την ψευ­δαί­σθη­ση της δημο­κρα­τί­ας. Μι­λά­ω, ό­πως κα­τα­λα­βαί­νε­τε για έ­να νέ­ο ου­μα­νι­σμό “χυ­δαί­ο”, ό­σον α­φο­ρά  τη σχέ­ση του με την πε­ρι­πέ­τεια του αν­θρώ­που και η­θι­κό, ό­σον α­φορά το δι­καί­ω­μά του να α­ντι­στέ­κε­ται και να διεκ­δι­κεί.
Αυ­τό εί­ναι το πρώ­το, το δεύ­τε­ρο  εί­ναι το πιο δύ­σκο­λο. Και εί­ναι δύ­σκο­λο, για­τί χρειά­ζε­ται τόλ­μη. Χρειά­ζε­ται την α­πο­δο­χή μιας άλ­λης βί­ας που θα α­νατρέ­ψει αυ­τό που έ­χει κα­θιε­ρω­θεί ως  πρώ­τη ύ­λη της Παι­δεί­ας, και που τη συ­νιστούν τα “γράμ­μα­τα” και οι γραμ­μα­τι­κοί κα­νό­νες και ό­χι μια πα­χύρ­ρευστη αν­θρώ­πι­νη ύ­λη, που  γο­νι­μο­ποιεί κά­θε  παι­δευ­τι­κό εν­δε­χό­με­νο και με τον τρό­πο αυ­τό  πολ­λα­πλα­σιά­ζει τα εν­δε­χό­με­να της α­ντί­στα­σης. Κι αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι το δεύ­τε­ρο συ­στα­τι­κό που θα μπο­ρού­σε να ι­στο­ρι­κο­ποι­ή­σει και να επα­λη­θεύ­σει  την α­να­γκαιό­τη­τα της Παι­δεί­ας : τα εν­δε­χό­με­να της α­ντί­στα­σης, με άλ­λα λό­για η  πο­λι­τι­κο­ποί­η­σή της. Παι­δεί­α που δεν θε­με­λιώ­νε­ται στο πολι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο  της ζω­ής, που δεν α­ντι­λαμ­βά­νε­ται, δη­λα­δή, τη σχέ­ση της με την ε­ξου­σί­α, δεν μπο­ρεί να  α­να­πτυ­χθεί. Δεν μπο­ρεί ού­τε καν να ε­πι­ζή­σει  έστω και μέ­σα σε συν­θή­κες ε­νός  σκό­πι­μου συμ­βι­βα­σμού.
Σκέ­φτο­μαι, λοι­πόν, πως με τον τρό­πο αυ­τό θα μπο­ρού­σα­με να προ­σεγ­γί­σου­με τα προ­βλή­μα­τα της Παι­δεί­ας α­πό μέ­σα. Α­πό αυ­τό, α­πό αυ­τό δηλα­δή που α­πο­τε­λεί την ου­σί­α της. Α­πό αυ­τό, με άλ­λα λό­για, που με­τα­τρέ­πει ό­λο αυ­τό το ψυ­χρό σύ­στη­μα των γνώ­σε­ων και των μη­χα­νι­σμών που τις πα­ρά­γουν και τις δια­νέ­μουν  σε μια ζώ­σα σχέ­ση ζω­ής. Μια σχέ­ση βέ­βαια που πρώ­τα απ’ όλα δεν α­πο­κλεί­ει τη συμ­με­το­χή κα­νε­νός α­πό τις δια­δι­κα­σί­ες ε­κεί­νες που α­ναζη­τούν  κά­θε τό­σο, χω­ρίς να το κα­τορ­θώ­νουν,  μη­χα­νι­στι­κούς τρό­πους  διόρ­θωσης λα­θών και  προ­ο­πτι­κών. Κι αυ­τό ση­μαί­νει πως   στις πε­ρι­πτώ­σεις ε­κεί­νες που η πο­λι­τεί­α α­πο­φα­σί­σει να  κα­τα­σκευά­σει και να ε­πι­βά­λει έ­να  με­ταρ­ρυθμι­στι­κό σύ­στη­μα  στο χώ­ρο της εκ­παί­δευ­σης, πρέ­πει πρώτ’ απ’ ό­λα να  προβά­λει τις νέ­ες και εν­δε­χο­μέ­νως α­να­τρε­πτι­κές προ­τά­σεις στην πε­ριο­χή των ανθρώ­πων της. Κι α­πό την ά­πο­ψη της Παι­δεί­ας, στο χώ­ρο της εκ­παί­δευ­σης, βέ­βαια, το βα­σι­κό  αν­θρώ­πι­νο στοι­χεί­ο εί­ναι ο Δά­σκα­λος. Αυ­τός δί­νει ι­στο­ρι­κό περιε­χό­με­να  στις σχέ­σεις που α­να­πτύσ­σο­νται μέ­σα στον χώ­ρο αυ­τό. Χω­ρίς το δά­σκα­λο  ού­τε οι μα­θη­τές  εί­ναι δυ­να­τό να συ­γκρο­τή­σουν έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο σώ­μα-υ­πο­κεί­με­νο  του  δι­δα­κτι­κού λό­γου,  ού­τε ο­ποιοι­δή­πο­τε με­ταρ­ρυθ­μι­στικοί χει­ρι­σμοί θα μπο­ρού­σαν να  έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα, να  ξε­πε­ρά­σουν, δη­λα­δή, την πε­ριο­χή των θε­ω­ρη­τι­κών δια­τυ­πώ­σε­ων και να  συ­στή­σουν  α­πο­φα­σι­στι­κές παρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις  που θα  α­να­βαθ­μί­σουν τη ζω­ή του σχο­λεί­ου και θα ε­πα­νατρο­φο­δο­τή­σουν τις εκ­παι­δευ­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες. Έ­να  σχο­λεί­ο, με δα­σκά­λους που δεν μπο­ρούν ή δε θέ­λουν,  ό­σο πά­ει θα εκ­φυ­λί­ζε­ται, για να α­φα­νι­στεί στο τέ­λος. Βέ­βαια  η δια­μόρ­φω­ση ε­νός  ο­λο­κλη­ρω­μέ­νου δα­σκά­λου δεν εί­ναι  α­πο­κλει­στι­κή υ­πο­χρέ­ω­ση της πο­λι­τεί­ας. Ο Δά­σκα­λος, με άλ­λα λό­για, δεν α­πο­κτά­ει δυνα­τό­τη­τες  και δρώ­σα συ­νεί­δη­ση μέ­σω της κρα­τι­κής πρό­νοιας  αλ­λά  πά­νω απ’ ό­λα α­πό την προ­σω­πι­κή του διά­θε­ση να  α­σχο­λη­θεί συ­στη­μα­τι­κά με  τους παρά­γο­ντες ε­κεί­νους που ε­πη­ρε­ά­ζουν  τα εκ­παι­δευ­τι­κά πράγ­μα­τα. Κι αυ­τή η διά­θε­ση δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, με α­πο­τέ­λε­σμα  οι α­πό­ψεις του για τα θε­σμι­κά και τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τά του, οι κοι­νω­νι­κές του διεκ­δι­κή­σεις να μην προ­βάλ­λο­νται  στο κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο ως μι­κρο­πρό­θε­σμες και μί­ζε­ρες α­να­ζη­τή­σεις, αλ­λά ως  προ­τά­σεις δυ­να­μι­κές που το βα­θύ τους νό­η­μα σχε­τί­ζε­ται ά­με­σα με το μέλ­λον της Παι­δεί­ας. Έ­να μέλ­λον που θα στή­νεται και θα λει­τουρ­γεί στο ό­νο­μα , ε­πα­να­λαμ­βά­νω, ε­νός σύγ­χρο­νου ου­μα­νι­σμού που  ο κυ­ρί­αρ­χος πυ­ρή­νας του θα εί­ναι το ό­ρα­μα της α­να­τρο­πής  ό­λων ε­κεί­νων των πα­ρα­γό­ντων που κρα­τούν πα­γι­δευ­μέ­νη σε συ­ντη­ρη­τι­κές  σκο­πι­μό­τη­τες  την Παι­δεί­α, ώ­στε χω­ρίς τη δυ­να­τό­τη­τα της α­να­ζή­τη­σης και της διεκ­δι­κη­τικής προ­ο­πτι­κής να πα­ρα­μέ­νει α­δρα­νής ως τέλ­μα   ε­κτρο­φής κοι­νω­νι­κών μι­κροβί­ων!

* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ - Άνοιξη  2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: